σανιδόφρακτος

σανιδόφρακτος
ος , ον огороженный досками

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σανιδόφρακτος" в других словарях:

  • σανιδόφρακτος — και σανιδόφραχτος, η, ο, Ν (για χώρους) φραγμένος με σανίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σανίδα + φρακτος (< φρακτός < φράσσω), πρβλ. σιδηρό φρακτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Κλ. Ν. Τριανταφύλλου] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»